παλαιοημερολογιτισμός

παλαιοημερολογιτισμός
ο
1. εμμονή στην τήρηση τού παλαιού, δηλ. τού Ιουλιανού εκκλησιαστικού ημερολογίου
2. καθυστερημένη, απαρχαιωμένη νοοτροπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαιοημερολογίτης + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοημερολογιτισμός — ο η άποψη ότι πρέπει να ακουλουθούμε το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”